- φυτώνυμος
- φῠτ-ώνῠμος, ον,A named from a plant or tree, AP14.34, Ach.Tat.2.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυτώνυμος — ον, Α αυτός που έχει πάρει το όνομα του από ένα φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
φυτώνυμον — φυτώνυμος named from a plant masc/fem acc sg φυτώνυμος named from a plant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek